ὑπέρτατον

ὑπέρτατον
ὑπέρ
upaári
masc acc sg
ὑπέρ
upaári
neut nom/voc/acc sg
ὑπέρτατος
uppermost
masc acc sg
ὑπέρτατος
uppermost
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Liste griechischer Phrasen/Theta — Theta Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • Weißer Rabe — Theta Inhaltsverzeichnis 1 Θάλασσα ὕδωρ καθαρώτατον καὶ μιαρώτατον …   Deutsch Wikipedia

  • πολύστονος — ον, Α 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς, που στενάζει ή θρηνεί πολύ, δυστυχισμένος 2. (για πράγμ.) αυτός που προκαλεί πολλούς στεναγμούς, ο αίτιος πολλών στεναγμών, ο λυπηρός («εἶτα τὴν πολύστονον Τροίαν ἑλόντα κλέος ὑπέρτατον… …   Dictionary of Greek

  • υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”